θυσανωτό

θυσανωτό
püsküllü, sacaklı

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ουσνέα — (usnea). Ασκολειχήνας δικσολειχήνας της οικογένειας των ουονεϊδών, με περίπου 80 είδη. Χαρακτηρίζονται από θυσανωτό θαμνόμορφο θαλλό, άλλοτε νηματοειδή, κυλινδρικό, άλλοτε αυλακωτό, λείο ή θηλώδη και άλλοτε κιτρινόχρωμο σε όλο το μήκος. Στην… …   Dictionary of Greek

  • αουορθία — (haworthia). Γένοςμονοκοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των λειριιδών ή λειλιιδών, με περισσότερα από 60 είδη, όλα ιθαγενή των νότιων περιοχών της Αφρικής. Είναι φυτά πολυετή, ποώδη ή θαμνώδη, σπάνια δενδρώδη, με φύλλα σε πυκνό θυσανωτό ρόδακα ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”